στροντιανίτης

στροντιανίτης
ο, Ν
(ορυκτ.) ανθρακικό ορυκτό τού οτροντίου το οποίο αποτελεί την πρώτη και κυριότερη πηγή απόληψης τού οτροντίου και απαντά, συνήθως, μαζί με βαρύτη, σελεστίνη και ασβεστίτη σε φλέβες χαμηλών θερμοκρασιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. strontianite < Strontian, χωριό τής Σκωτίας + κατάλ. -ite].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στρόντιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Sr· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των γαιο αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 38, ατομικό βάρος 87,63 και τέσσερα σταθερά ισότοπα. Από τα ασταθή ισότοπα, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”